- σύρουσα
- σύ̱ρουσα , σύρωdrawpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρματίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «συρματὶς στρατιά ἡ τὰ συμψήγματα καὶ τὰ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σύμψημα — τὸ, Α [συμψάω] (κατά τον Ησύχ.) α) σκουπίδι β) «συρματίς στρατιὰ ἢ τὰ συμψήματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» γ) στον πληθ. τὰ συμψήματα αποξέσματα … Dictionary of Greek